ῥάδιξ

ῥάδιξ
ῥάδιξ, -ῑκος
Grammatical information: m.
Meaning: `branch, twig' (Nic.), `palm leave' (D. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With ῥάδιξ agrees formally Lat. rādīx `root', if from IE *u̯rād-; semant. closer is Lat. rāmus `branch, twig', which may stand for *u̯rād-mo-; beside it with short vowel ῥάδ-αμνος wich cannot continue IE *u̯rǝd- = *u̯r̥h₂d- (which would give a long α). One compares Goth. waurts etc., but a PIE form cannot be reconstructed *Pok. 1167; cf. also ῥίζα. -- A pre-form *wrad-\/wrād- may be non-IE.
See also: s. ῥάδαμνος.
Page in Frisk: 2,638

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ράδιξ — ῑκος, ὁ, Α 1. κλωνάρι, κλαδί 2. φύλλο φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ράδαμνος) …   Dictionary of Greek

  • ράδαμνος — και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ αμνος / ῥόδ αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα (α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, ῖκος (πρβλ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ρακίς — Α συν. στον πληθ. ῥακῑδες (κατά τον Ησύχ.) «ὀρόδαμνοι, κλάδοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥακῖδας στον οποίο απαντά η λ. πιθ. αντί ῥάδικας(βλ. λ. ῥάδιξ και ράδαμνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”